- παλίμπαις
- ο, η (Α παλίμπαις, -αιδος)(για ενήλικο ή γέροντα) αυτός που, από διανοητική άποψη, έγινε ξανά παιδί, που ξαναμωράθηκε.[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + παῖς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γεροντιώ — γεροντιῶ ( άω) (Α) [γέρων ( οντος)] γίνομαι παλίμπαις, κάνω παιδιαρίσματα ενώ βρίσκομαι στη γεροντική ηλικία … Dictionary of Greek
πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
παλιμπαιδισμός — ο το να συμπεριφέρεται ενήλικο άτομο σαν παιδί, ξαναμώραμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλίμπαις, αιδος + ισμός*] … Dictionary of Greek
τριπέμπελος — ον, ΜΑ τρεις φορές πεμπελος*, παλίμπαις, τελείως ξεμωραμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + πέμπελος «γηραλέος, υπέργηρος»] … Dictionary of Greek